επαναφέρω

επαναφέρω
επαναφέρω και επαναφέρνω επανέφερα και επανάφερα, επαναφέρθηκα, επαναφερμένος, μτβ.
1. φέρνω κάτι πίσω ή στην προηγούμενη θέση του, το φέρνω ξανά, ξαναφέρνω: Επαναφέρουν τους μαθητές στο σχολείο.
2. μτφ., αποκαθιστώ κάτι στην προηγούμενη θέση ή κατάστασή του: Η αστυνομία επανέφερε την τάξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επαναφέρω — επαναφέρω, επανέφερα (σπάν. επανάφερα) βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαμφέρετε — ἐπαναφέρω throw back upon pres imperat act 2nd pl ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 2nd pl ἐπαναφέρω throw back upon imperf ind act 2nd pl (homeric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφέρῃ — ἐπαναφέρω throw back upon pres subj mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαμφέρει — ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφερομένων — ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp fem gen pl ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφερόμενον — ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp masc acc sg ἐπαναφέρω throw back upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφέρει — ἐπαναφέρω throw back upon pres ind mp 2nd sg ἐπαναφέρω throw back upon pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφέρον — ἐπαναφέρω throw back upon pres part act masc voc sg ἐπαναφέρω throw back upon pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναφέροντα — ἐπαναφέρω throw back upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαναφέρω throw back upon pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”